- επιφρονώ
- ἐπιφρονῶ, -έω (Α)1. είμαι ευφυής, συνετός, στοχαστικός2. (κατά τον Πλάτωνα) επικλείω*, κατακλείω, στον ομηρ. στίχο «ὡς τὴν ἀοιδὴν μᾱλλον ἐπικλείουσ’ ἄνθρωποι», αντί «ἐπιφρονέουσι».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φρονώ (< φρήν), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα φρον- τής ρίζας φρεν-].
Dictionary of Greek. 2013.